- κατασυλλογίζομαι
- κατασυλλογίζομαι (AM)(αποθ.) μσν. ερμηνεύω ορθολογικώς έννοιες και πράγματα που δεν ανάγονται στην περιοχή τού ορθού λόγου («κατασυλλογίζεσθαι πειρώμενος τὰ ἀσυλλόγιστα», Θεόδ. Στουδ.)αρχ.(λογ.) εκφέρω συμπέρασμα εναντίον κάποιου («πρὸς δὲ τὸ μὴ κατασυλλογίζεσθαι παρατηρητέον», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.